Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Souffleur , Soufflee , soufflieren , Ressource , Soufflé και Schnüffler

Soufflé, SouffleeΜΟ [zuˈfleː] <-s, -s> ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ

Souffleur (Souffleuse) <-s, -e> [zuˈfløːɐ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

souffleur(-euse) αρσ (θηλ)

soufflieren* [zuˈfliːrən] ΡΉΜΑ αμετάβ

Schnüffler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. Schnüffler μειωτ οικ (Detektiv):

privé(e) αρσ (θηλ) οικ

2. Schnüffler αργκ (Drogenkonsument):

sniffeur(-euse) αρσ (θηλ) γαλλ αργκό

Ressource <-, -n> [rɛˈsʊrsə] ΟΥΣ θηλ meist Pl a. ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina