Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: assoziiert , assoziieren , assomption και assoziativ

I . assoziieren* ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ

II . assoziieren* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

assoziativ ΕΠΊΘ

assomption [asɔ͂psjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina