Γερμανικά » Γαλλικά

glühen [ˈglyːən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. glühen (sehr heiß sein):

3. glühen μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina