Γερμανικά » Γαλλικά

exponiert ΕΠΊΘ

1. exponiert:

exposé(e)

2. exponiert μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina