Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „einbläuen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

ein|bläuenΜΟ [ˈaɪnblɔɪən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. einbläuen (einschärfen):

einbläuen
rabâcher οικ
jdm etw einbläuen

Παραδειγματικές φράσεις με einbläuen

jdm etw einbläuen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sie habe ihrer Tochter die Regel eingebläut, niemandem die Tür zu öffnen, wenn sie alleine in der Wohnung ist.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"einbläuen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina