Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Qual , dual και cal

cal

cal συντομογραφία: [Gramm]kalorie

cal
cal.

dual ΕΠΊΘ ειδικ ορολ

dual(e)

Qual <-, -en> [kvaːl] ΟΥΣ θηλ

1. Qual (Mühsal):

supplice αρσ

2. Qual meist Pl (Leid):

souffrance θηλ

ιδιωτισμοί:

die Qual der Wahl haben χιουμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina