Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Piepton , ade , adelig και adeln

adeln [ˈaːdəln] ΡΉΜΑ μεταβ

1. adeln (den Adel verleihen):

2. adeln τυπικ (auszeichnen):

adelig

adelig → adlig

Βλέπε και: adlig

adlig [ˈaːdlɪç] ΕΠΊΘ

ade [aˈdeː] ΕΠΙΦΏΝ νοτιογερμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina