Γερμανικά » Γαλλικά

Uniformierte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

homme αρσ /femme θηλ en uniforme

uniformiert [unifɔrˈmiːɐt] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Uniformierte Uniformierter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina