Γερμανικά » Γαλλικά

Ungläubige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

non-croyant(e) αρσ (θηλ)
infidèle αρσ θηλ

I . ungläubig ΕΠΊΘ

2. ungläubig (gottlos):

II . ungläubig ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ungläubige Ungläubiger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina