Γερμανικά » Γαλλικά

Ohnmächtige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

I . ohnmächtig ΕΠΊΘ

2. ohnmächtig τυπικ (machtlos, hilflos):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Ohnmächtige Ohnmächtiger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina