Γερμανικά » Γαλλικά

Fick <-s, -s> [fɪk] ΟΥΣ αρσ χυδ

Fick
coup αρσ χυδ

I . ficken [ˈfɪkən] χυδ ΡΉΜΑ αμετάβ

II . ficken [ˈfɪkən] χυδ ΡΉΜΑ μεταβ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Zwar fehle ihr nichts, doch sie leide unter „Fick&shy;zwang“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Fick" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina