Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „währschafte“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

währ·schaft [ˈvɛ:ɐ̯ʃaft] ΕΠΊΘ CH

1. währschaft (solide):

eine währschafte Arbeit

2. währschaft (tüchtig):

3. währschaft (deftig):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

eine währschafte Arbeit

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文