Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „schuftig“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

schuf·tig <-er, -ste> [ˈʃʊftɪç] ΕΠΊΘ οικ μειωτ

schuftig
schuftig
sich αιτ schuftig jdm gegenüber verhalten

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ schuftig jdm gegenüber verhalten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schuftig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文