Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Schuftigkeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Schuf·tig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ οικ μειωτ

1. Schuftigkeit kein πλ (das Schuftigsein):

Schuftigkeit

2. Schuftigkeit (schuftige Handlung):

Schuftigkeit

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Schuftigkeit" σε άλλες γλώσσες

"Schuftigkeit" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文