Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „pressieren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . pres·sie·ren* [prɛˈsi:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ νοτιογερμ, A, CH (dringlich sein)

II . pres·sie·ren* [prɛˈsi:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα νοτιογερμ, A, CH

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

beim Essen pressieren
to bolt [down χωριζ ] one's food

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"pressieren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文