Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „pfuschen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

pfu·schen [ˈpfʊʃn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. pfuschen (mogeln):

[bei etw δοτ] pfuschen

2. pfuschen (schlampen):

pfuschen
to botch [up]
pfuschen
βρετ a. to bodge οικ
pfuschen

Βλέπε και: Handwerk

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdm ins Handwerk pfuschen

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"pfuschen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文