Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „hochrappeln“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

sich αιτ hochrappeln [o. CH aufrappeln] οικ
sich αιτ aus eigener Kraft hochrappeln

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Als er sich trotzdem wieder hochrappelt und auf sie zukommt, schießt sie mehrmals auf ihn.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hochrappeln" σε άλλες γλώσσες

"hochrappeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文