Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „hochanständig“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

hoch·an·stän·dig ΕΠΊΘ

hochanständig
hochanständig von jdm sein
etw hochanständig von jdm finden

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

etw hochanständig von jdm finden

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Betroffene erlebten ihn in dieser Zeit als „hochanständigen Menschen“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hochanständig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文