Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „durchlavieren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

durch|la·vie·ren* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

sich αιτ [durch etw αιτ/in etw δοτ] durchlavieren

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [durch etw αιτ/in etw δοτ] durchlavieren

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Tageszeitung konnte sich seit ihrer Gründung im Jahr 1979 „mehr recht als schlecht durchlavieren“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "durchlavieren" σε άλλες γλώσσες

"durchlavieren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文