Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „draufzahlen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

drauf|zah·len ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

draufzahlen (drauflegen):

etw [auf etw αιτ] draufzahlen

ιδιωτισμοί:

draufzahlen müssen (eine Einbuße erleiden)
draufzahlen müssen (seelisch betroffen sein)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"draufzahlen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文