Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „belämmerte“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

be·läm·mert [bəˈlɛmɐt] ΕΠΊΘ αργκ

1. belämmert (betreten):

2. belämmert (scheußlich):

dieses belämmerte Wetter!
the stupid [or οικ lousy] [or αργκ shitty] weather!

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

dieses belämmerte Wetter!
the stupid [or οικ lousy] [or αργκ shitty] weather!

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das Fazit lautete: „Aufgekratzt, aber leicht belämmert.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文