Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Gräßlichkeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Gräss·lich·keit, Gräß·lich·keitπαλαιότ <-, -en> ΟΥΣ θηλ

2. Grässlichkeit (grässliche Tat etc.):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Gräßlichkeit" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文