Γερμανικά » Αγγλικά

Er·blin·de·te(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Erblindete(r)

er·blin·den* [ɛɐ̯ˈblɪndn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

[von etw δοτ/durch etw αιτ] erblinden

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Erblindete fiel herunter und gewann sein Augenlicht wieder.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Erblindete" σε άλλες γλώσσες

"Erblindete" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文