Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Beweispflichtige“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Be·weis·pflich·ti·ge(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ

Beweispflichtige(r)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Wenn der Beweispflichtige die Beweisvereitelung herbeigeführt hat, dann ändert sich nichts.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Beweispflichtige" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文