Γερμανικά » Αγγλικά

baisse

Ειδικό λεξιλόγιο
à la baisse ΧΡΗΜΑΤΑΓ (fallende Kurse an der Börse)

Baisse <-, -n> [ˈbɛ:sə] ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

Baisse
auf Baisse spekulieren

Baisse ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Baisse ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Aktienmarkt-Baisse ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Baisse-Engagement ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Baisse-Spread ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

à la baisse ΧΡΗΜΑΤΑΓ (fallende Kurse an der Börse)

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"baisse" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文