vérificateur [veʀifikatœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. vérificateur:
-
Prüfer αρσ
-
Kontrolleur αρσ
-
Eichbeamte(r) αρσ
-
Abschlussprüfer αρσ
-
vérificateur des coûts ΝΟΜ
-
Kostenrevisor αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.