Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: angliciser , pleurnicher , aguicher και Angliche

I . Angliche [ɑ͂gliʃ] οικ ΕΠΊΘ

II . Angliche [ɑ͂gliʃ] οικ ΟΥΣ αρσ θηλ

Engländer(in) αρσ (θηλ)

pleurnicher [plœʀniʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

1. pleurnicher:

2. pleurnicher (se lamenter):

rumjammern οικ

angliciser [ɑ͂glicize] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina