Γαλλικά » Γερμανικά

I . torcher [tɔʀʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. torcher οικ (essuyer):

2. torcher οικ (bâcler):

hinschmieren οικ

ιδιωτισμοί:

être bien torché(e) οικ

II . torcher [tɔʀʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα πολύ οικ!

torché(e) οικ
blau οικ

Παραδειγματικές φράσεις με torchée

être bien torché(e) οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "torchée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina