Γαλλικά » Γερμανικά

smicard(e) [smikaʀ, aʀd] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ

smicard(e)
Mindestlohnempfänger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina