Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: saline , salissant και salinisation

salissant(e) [salisɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. salissant (qui se salit):

saline [salin] ΟΥΣ θηλ

Saline θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina