Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'engueulent“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . engueuler [ɑ͂gœle] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

II . engueuler [ɑ͂gœle] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. engueuler (se crier dessus):

2. engueuler (se disputer):

sich krachen οικ
sich mit jdm krachen οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Ils s'engueulent dans les couloirs et tous en sont témoins.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina