Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'attifer“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . attifer [atife] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

II . attifer [atife] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
J'ai en aversion, vous le savez, l'histoire attifée, maquillée, les détours et les réticences.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina