Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'abrutir“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . abrutir [abʀytiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

abrutir (étourdir) bruit, soleil, travail:

II . abrutir [abʀytiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. abrutir (s'étourdir):

s'abrutir de qc
s'abrutir de bruit/travail

2. abrutir (s'abêtir):

Παραδειγματικές φράσεις με s'abrutir

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Qu'on leur apporte l'électricité qui leur permettra de s'abrutir devant la télévision jusqu'à des heures avancées de la nuit.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina