Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ronchonnant“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

ronchonner [ʀɔ͂ʃɔne] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
C'est un enfumeur (brumant capable de brûler du cuivre) qui passe son temps à ronchonner.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina