Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „repêche“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

repêcher [ʀ(ə)peʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. repêcher (retirer de l'eau):

2. repêcher ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:

repêcher οικ

3. repêcher ΑΘΛ:

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Lowe poursuit cependant les recherches et repêche un quatrième survivant, un steward qui s'était réfugié sur un panneau de bois.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina