Γαλλικά » Γερμανικά

repentant(e) [ʀəpɑ͂tɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

repentant(e)

I . repentir [ʀ(ə)pɑ͂tiʀ] ΟΥΣ αρσ

Reue θηλ

II . repentir [ʀ(ə)pɑ͂tiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

repentir actif αρσ ΝΟΜ ειδικ ορολ
tätige Reue θηλ ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "repentant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina