Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „poursuivante“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . poursuivant(e) [puʀsɥivɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ ΝΟΜ

partie poursuivante
Kläger(in) αρσ (θηλ)

II . poursuivant(e) [puʀsɥivɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. poursuivant:

Verfolger(in) αρσ (θηλ)

2. poursuivant ΝΟΜ:

Kläger(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με poursuivante

partie poursuivante
Kläger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "poursuivante" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina