Γαλλικά » Γερμανικά

Parisien(ne) [paʀizjɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Pariser(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina