Γαλλικά » Γερμανικά

ondulé(e) [ɔ͂dyle] ΕΠΊΘ

I . onduler [ɔ͂dyle] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. onduler (être sinueux):

II . onduler [ɔ͂dyle] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με ondulée

Wellpappe θηλ /Wellblech ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ondulée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina