Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: légalisme , légaliste και légaliser

légalisme [legalism] ΟΥΣ αρσ

légaliser [legalize] ΡΉΜΑ μεταβ

1. légaliser (autoriser):

II . légaliste [legalist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina