Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „inéprouvé“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

inéprouvé(e) [inepʀuve] ΕΠΊΘ

inéprouvé(e)
inéprouvé(e) vertu
inéprouvé(e) émotion, sentiment

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina