Γαλλικά » Γερμανικά

flippant(e) [flipɑ͂] ΕΠΊΘ οικ

flipper2 [flipe] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. flipper γαλλ αργκό drogué:

2. flipper οικ (être angoissé):

3. flipper οικ (être excité):

ausflippen οικ

flippeurNO1 [flipœʀ], flipperOT ΟΥΣ αρσ

Flipper αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "flippant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina