Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: spécial , spécialité και spécialisé

spécial(e) <-aux> [spesjal, jo] ΕΠΊΘ

2. spécial (bizarre):

spécialisé(e) [spesjalize] ΕΠΊΘ

spécialité [spesjalite] ΟΥΣ θηλ

1. spécialité ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ, ΤΕΧΝΟΛ:

Spezialgebiet ουδ
Fachgebiet ουδ

2. spécialité (produit caractéristique):

Spezialität θηλ

3. spécialité a. ειρων οικ (manie):

Spezialität θηλ

4. spécialité ΦΑΡΜ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina