Γαλλικά » Γερμανικά

contrée [kɔ͂tʀe] ΟΥΣ θηλ λογοτεχνικό

I . contrer [kɔ͂tʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ ΤΡΆΠ

contrer

contrer → partir en contre

Παραδειγματικές φράσεις με contrées

dans nos contrées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina