Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: coloniale , congénital , collégiale , congeler και congénère

congénital(e) <-aux> [kɔ͂ʒenital, o] ΕΠΊΘ a. μτφ

coloniale [kɔlɔnjal] ΟΥΣ θηλ

1. coloniale:

Kolonistin θηλ

2. coloniale (armée):

congénère [kɔ͂ʒenɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ συχν πλ μειωτ

II . congeler [kɔ͂ʒ(ə)le] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina