Γαλλικά » Γερμανικά

avarier [avaʀje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

avarie [avaʀi] ΟΥΣ θηλ

avarié(e) [avaʀje] ΕΠΊΘ

1. avarié:

havariert ειδικ ορολ

2. avarié (pourri):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Αναζητήστε "avariée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina