Γαλλικά » Γερμανικά

argenté(e) [aʀʒɑ͂te] ΕΠΊΘ

2. argenté (recouvert d'argent):

3. argenté οικ (riche):

argenter [aʀʒɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

1. argenter (couvrir d'argent):

2. argenter μτφ:

Παραδειγματικές φράσεις με argentée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "argentée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina