Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: activiste , activisme , adjectival και adjectivé

adjectivé(e) [adʒɛktive] ΕΠΊΘ

adjectival(e) <-aux> [adʒɛktival, o] ΕΠΊΘ

activisme [aktivism] ΟΥΣ αρσ ΦΙΛΟΣ, ΠΟΛΙΤ

I . activiste [aktivist] ΕΠΊΘ

II . activiste [aktivist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Aktivist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina