Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pendeloque , engendrer και endurer

pendeloque [pɑ͂d(ə)lɔk] ΟΥΣ θηλ (bijou)

engendrer [ɑ͂ʒɑ͂dʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. engendrer (donner naissance à):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina