Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: téléphonique , téléphoniste , téléphonie , téléphoner και téléphone

I . téléphoner [telefɔne] ΡΉΜΑ μεταβ (transmettre par téléphone)

II . téléphoner [telefɔne] ΡΉΜΑ αμετάβ (parler au téléphone)

III . téléphoner [telefɔne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

téléphoniste [telefɔnist] ΟΥΣ αρσ, θηλ

Telefonist(in) αρσ (θηλ)

téléphonique [telefɔnik] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina